-
1 Ὅμηρος
Ὅμηρος (-ος, -ου, -ον.) the poet.1τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε συνθέμενος ῥῆμα P. 4.277
ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων (sc. Αἴαντα) I. 4.37 Ὁμήρου [ τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες (supp. Lobel) Πα. 7B. 11. test., [Plut.], vit. Hom., p. 25. 4 Wil., Ὅμηρον τοίνυν Πίνδαρος μὲν ἔφη Χῖον τε καὶ Σμυρναῖον γενέσθαι fr. 264. Aelian., V. H., 9. 15, λέγεται δὲ (sc. ὑπὸ τῶν Ἀργείων) ὅτι ἄρα ἀπορῶν (sc. ὁ Ὅμηρος) ἐκδοῦναι τὴν θυγατέρα, ἔδωκεν αὐτῇ προῖκα ἔχειν τὰ ἔπη τὰ Κύπρια. καὶ ὁμολογεῖ τοῦτο ὁ Πίνδαρος fr. 265. v. fr. 347. -
2 Όμηρος
-
3 Ὅμηρος
-
4 όμηρος
-
5 ὅμηρος
-
6 Ὅμηρος
Ὅμηρος, ὁ, -
7 ὅμηρος
Grammatical information: m.Meaning: `pledge, hostage, bail, warrant' (IA.).Other forms: pl. also -α.Derivatives: ὁμηρεύω, also with ἐξ-, συν-, `to serve as a hostage, to guarantee, to take as a pledge, to take hostage' (Att. Redner, E. Rh. 434, Antiph.) with ὁμηρ-εία f. (Pl., Th., Plb.), - ευμα n. (Plu.) `pledge, hostage', ἐξ-ευσις f. `hostage-taking' (Plu.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]Etymology: Prob. prop. with Curtius a.o. "who is together (with others), the companion, who is forced to go with", compound of ὁμοῦ and ἀρ- in ἀραρειν etc. w. similar meaningdevelopment as in Lat. obsēs (: obsideō) `hostage, bail' (but the root ἀρ- is difficult to understand). Slightly diff. Szemerényi Glotta 33, 363 ff.: the 2. member to ἐρ- in ἔρχομαι. The orig. meaning still in ὁμηρέω and ὁμηρέταις ὁμοψήφοις, ὁμογνώμοσιν H.; cf. also ὁμαρτέω and ἁμαρτή. -- Perhaps identical with this ὅμηρος = ὁ τυφλός (Lyc., H.), "because he goes with his leader" (Birt Phil. 87, 376ff.; cf. Kretschmer Glotta 22, 264)?; hardly convincing. Rather appellative use of the name of the poet (?). On attempts to connect the name Ο῝μηρος (Cret. Ο῝μαρος) wiht the appellative, s. except P.-W. 8, 2199 f. also Birt l.c. and Durante Rend. Acc. Lincei Ser. 8: 12, 94ff.; cf. Schwartz Herm. 75, 1ff., Bonfante, Par. Pass. 1968, 360; Posock, St. Mic. 4(1967)101; Deroy, Ant. Cl. 1972, 427.Page in Frisk: 2,386Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὅμηρος
-
8 ὅμηρος
ὅμηρος, ὁ,A pledge, surety, hostage,ὁμήρους λαμβάνειν Hdt.6.99
;ὁ. παῖδας λαβών Id.1.64
;τὰ ἑωυτοῦ τέκνα δοὺς ὁ. Id.7.165
, cf. Th.7.83 ;ἐν ὁμήρων λόγῳ ποιεύμενος Hdt.7.222
; ἄγεσθαι ὅμηροι to be carried off as hostages, Id.8.94,9.90 ; τοῖον ὅμηρόν μ' ἀποσυλήσας having robbed me of such a hostage, E.Alc. 870(anap.) ; ἔχω γ' ὑμῶν ὁμήρους have hostages for you, Ar.Ach. 327, cf. Lys. 244 ; of things,τὴν γῆν ὅμηρον ἔχειν Th.1.82
: neut. pl.,ὅμηρα δούς Lys.12.68
, cf. Plb.3.52.5, OGI 751.5 (ii B.C.) ;ὥσπερ.. ὁμήρους ἔχομεν τοῦ λόγου τὰ παραδείγματα Pl. Tht. 202e
: neut. pl. even of one person, ([place name] Tolophon) ;ὃς ἦν ὅμηρα LXX 1 Ma. 1.10
. -
9 ὅμηρος
-ου ὁ N 2 0-0-1-0-7=8 Is 18,2; 1 Mc 1,10; 8,7; 9,53; 10,6Always pl. neutr.: ὅμηρα hostage, group of hostages 1 Mc 9,53; id.? (Hebr. ציר messenger?) Is 18,2;(individual) hostage 1 Mc 1,10 -
10 όμηρος
hostageΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > όμηρος
-
11 Ομήρω
ὍμηροςHomer: masc nom /voc /acc dualὍμηροςHomer: masc gen sg (doric aeolic)——————ὍμηροςHomer: masc dat sg -
12 ομήρω
ὅμηροςpledge: masc nom /voc /acc dualὅμηροςpledge: masc gen sg (doric aeolic)——————ὅμηροςpledge: masc dat sg -
13 ομήροις
-
14 ὁμήροις
-
15 ομήρων
-
16 ὁμήρων
-
17 όμηρ'
-
18 ὅμηρ'
-
19 Όμηρ'
-
20 Ὅμηρ'
См. также в других словарях:
Ὅμηρος — Homer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅμηρος — pledge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… … Dictionary of Greek
Όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… … Dictionary of Greek
όμηρος — ο 1. πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση κάποιας συμφωνίας ή υπόσχεσης. 2. αιχμάλωτος: ΟιΤούρκοι έχουν πολλούς Κύπριους ομήρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μπεκές, Όμηρος — (Κωνσταντινούπολη 1886 – Αθήνα 1971). Ποιητής. Από το 1908 έως το 1957 υπήρξε καθηγητής της νεοελληνικής φιλολογίας και της γαλλικής γλώσσας σε σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης της Καβάλας, αργότερα της Κωνσταντινούπολης και τέλος της Αθήνας. Ήταν ο… … Dictionary of Greek
ὁμήροις — ὅμηρος pledge masc dat pl ὅμηρος pledge neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁμήρω — Ὅμηρος Homer masc nom/voc/acc dual Ὅμηρος Homer masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμήρω — ὅμηρος pledge masc nom/voc/acc dual ὅμηρος pledge masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμήρων — ὅμηρος pledge masc gen pl ὅμηρος pledge neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гомер древнегреческий поэт — (Όμηρος). Третье тысячелетие доживает имя Г.; любознательность и остроумие продолжают неустанно работать над решением множества соединенных с ним вопросов и все же многовековая загадка ждет своего Эдипа. Именем Г. открывается история литературы… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона